εἴδω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyd- (βλέπω) (γνωρίζω)
Σημειώσεις
- Αποτελεί υποθετικό τύπο που εικάζεται ότι υπήρχε - δεν απαντάται στο γραπτό λόγο. Ως ενεστώτας περιέπεσε ήδη από την αρχαιότητα σε αχρηστία και αντικαταστάθηκε κυρίως από το ὁράω και το οἶδα - όταν ακόμα το εἴδω χρησιμοποιούνταν στον ενεστώτα, είχε το οἶδα ως β' παρακείμενό του. Ο αόριστος εἶδον επίσης χρησιμοποιείται ως τύπος του ὁράω. Μέση φωνή (κυρίως στην ποιητική γλώσσα), ο τύπος εἴδομαι (φαίνομαι, είμαι ορατός)
Πηγές
- εἴδω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.