ιδεαλιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδεαλιστικός η ιδεαλιστική το ιδεαλιστικό
      γενική του ιδεαλιστικού της ιδεαλιστικής του ιδεαλιστικού
    αιτιατική τον ιδεαλιστικό την ιδεαλιστική το ιδεαλιστικό
     κλητική ιδεαλιστικέ ιδεαλιστική ιδεαλιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδεαλιστικοί οι ιδεαλιστικές τα ιδεαλιστικά
      γενική των ιδεαλιστικών των ιδεαλιστικών των ιδεαλιστικών
    αιτιατική τους ιδεαλιστικούς τις ιδεαλιστικές τα ιδεαλιστικά
     κλητική ιδεαλιστικοί ιδεαλιστικές ιδεαλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ιδεαλιστικός < ιδεαλιστ(ής) + -ικός

Επίθετο

ιδεαλιστικός, -ή, -ό

  1. (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον ιδεαλισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. εξιδανικευτικός
     αντώνυμα: ρεαλιστικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.