θρέμμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | θρέμμα | τα | θρέμματα |
| γενική | του | θρέμματος | των | θρεμμάτων |
| αιτιατική | το | θρέμμα | τα | θρέμματα |
| κλητική | θρέμμα | θρέμματα | ||
| Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρέμμα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θρέμμα
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈθɾe.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : θρέμ‐μα
Ουσιαστικό
θρέμμα ουδέτερο
- οτιδήποτε τρέφεται ή ανατρέφεται
- ※ Ιδού, ώ εντιμότατοι Κύριοι, ιδού η οινοθήκη μου, και η οινοθήκη του υιού μου, εις την οποίαν ερχόμεθα καθ' εκάστην ημέραν να χορτάσωμεν την δίψαν, με όλα μας τα θρέμματα (Βίος του Μπερτολδίνου υιού του πανούργου Μπερτόλδου, Βενετία, 1855 )
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
θρέμμα
|
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | θρέμμᾰ | τὰ | θρέμμᾰτᾰ |
| γενική | τοῦ | θρέμμᾰτος | τῶν | θρεμμᾰ́των |
| δοτική | τῷ | θρέμμᾰτῐ | τοῖς | θρέμμᾰσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὸ | θρέμμᾰ | τὰ | θρέμμᾰτᾰ |
| κλητική ὦ! | θρέμμᾰ | θρέμμᾰτᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρέμμᾰτε | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θρεμμᾰ́τοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
θρέμμα ουδέτερο
Πηγές
- θρέμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θρέμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.