ανάθρεμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανάθρεμμα τα αναθρέμματα
      γενική του αναθρέμματος των αναθρεμμάτων
    αιτιατική το ανάθρεμμα τα αναθρέμματα
     κλητική ανάθρεμμα αναθρέμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ανάθρεμμα < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ανάθρεμμα ουδέτερο

  1. η ανατροφή
  2. οποιοσδήποτε, οτιδήποτε ανατράφηκε

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.