θρεπτάριον
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τὸ | θρεπτάριον | τὰ | θρεπτάριᾰ |
| γενική | τοῦ | θρεπταρίου | τῶν | θρεπταρίων |
| δοτική | τῷ | θρεπταρίῳ | τοῖς | θρεπταρίοις |
| αιτιατική | τὸ | θρεπτάριον | τὰ | θρεπτάριᾰ |
| κλητική ὦ! | θρεπτάριον | θρεπτάριᾰ | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | θρεπταρίω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | θρεπταρίοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- θρεπτάριον < αρχαία ελληνική τρέφω + -άριον
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.