οικογενειακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικογενειακός η οικογενειακή το οικογενειακό
      γενική του οικογενειακού της οικογενειακής του οικογενειακού
    αιτιατική τον οικογενειακό την οικογενειακή το οικογενειακό
     κλητική οικογενειακέ οικογενειακή οικογενειακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικογενειακοί οι οικογενειακές τα οικογενειακά
      γενική των οικογενειακών των οικογενειακών των οικογενειακών
    αιτιατική τους οικογενειακούς τις οικογενειακές τα οικογενειακά
     κλητική οικογενειακοί οικογενειακές οικογενειακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

οικογενειακός < οικογένει(α) + -ακός

Προφορά

ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.aˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.aˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /i.ko.ʝe.ni.aˈko/ ουδέτερο

Επίθετο

οικογενειακός -ή -ό

  1. που αναφέρεται στην οικογένεια ή στους δεσμούς που ενώνουν τα μέλη της ή ανήκει σε αυτήν
  2. που προορίζεται να εξυπηρετήσει τις ανάγκες μιας οικογένειας
    οικογενειακό αυτοκίνητο

Παράγωγα

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.