οινοθήκη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η οινοθήκη οι οινοθήκες
      γενική της οινοθήκης των οινοθηκών
    αιτιατική την οινοθήκη τις οινοθήκες
     κλητική οινοθήκη οινοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

οινοθήκη < οινο- + -θήκη

Ουσιαστικό

οινοθήκη θηλυκό

  • κελλάρι, υπόγειο όπου φυλάσσεται το κρασί[1], κάβα
      Ιδού, ώ εντιμότατοι Κύριοι, ιδού η οινοθήκη μου, και η οινοθήκη του υιού μου, εις την οποίαν ερχόμεθα καθ' εκάστην ημέραν να χορτάσωμεν την δίψαν, με όλα μας τα θρέμματα (Βίος του Μπερτολδίνου υιού του πανούργου Μπερτόλδου, Βενετία, 1855 )

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Γεώργιος Πολυμέρης, Λεξικόν Αγγλοελληνικόν, 1854, σελ. 635
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.