θηρίον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ θηρίον τὰ θηρί
      γενική τοῦ θηρίου τῶν θηρίων
      δοτική τῷ θηρί τοῖς θηρίοις
    αιτιατική τὸ θηρίον τὰ θηρί
     κλητική ! θηρίον θηρί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  θηρίω
γεν-δοτ τοῖν  θηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

θηρίον < θήρ + υποκοριστικό επίθημα -ίον

Ουσιαστικό

θηρίον αρσενικό

  1. υποκοριστικό του θήρ, μικρό άγριου ζώου
  2. (μεταφορικά, υβριστικό) υβριστικός χαρακτηρισμός, κτήνος, ζώο
  3. (ιατρική) κακοήθης πληγή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.