μεταγενέστερος
Νέα ελληνικά (el)
| χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | μεταγενέστερος | η | μεταγενέστερη | το | μεταγενέστερο |
| γενική | του | μεταγενέστερου | της | μεταγενέστερης | του | μεταγενέστερου |
| αιτιατική | τον | μεταγενέστερο | τη | μεταγενέστερη | το | μεταγενέστερο |
| κλητική | μεταγενέστερε | μεταγενέστερη | μεταγενέστερο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | μεταγενέστεροι | οι | μεταγενέστερες | τα | μεταγενέστερα |
| γενική | των | μεταγενέστερων | των | μεταγενέστερων | των | μεταγενέστερων |
| αιτιατική | τους | μεταγενέστερους | τις | μεταγενέστερες | τα | μεταγενέστερα |
| κλητική | μεταγενέστεροι | μεταγενέστερες | μεταγενέστερα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- μεταγενέστερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή μεταγενέστερος, συγκριτικός βαθμός του επιθέτου μεταγενής
Επίθετο
μεταγενέστερος, -η, -ο
- αυτός που προέκυψε, δημιουργήθηκε, γεννήθηκε, έζησε, γράφτηκε, έδρασε κ.λπ. μετά από μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή η οποία είτε αναφέρεται ρητά ή θεωρείται ευκόλως εννοούμενη στο πλαίσιο των συμφραζομένων
- ο Επίκτητος ήταν μεταγενέστερος του Ζήνωνα του Στωϊκού (γεννήθηκε πολύ αργότερα ή ανήκε απλώς στην επόμενη γενιά)
- ≠ αντώνυμα:: προγενέστερος, παλαιότερος
- (λεξικογραφία, φιλολογία) δείτε το θηλυκό → μεταγενεστέρα, μεταγενέστερη: συνώνυμο του ελληνιστική κοινή γλώσσα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.