ἡδύς
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἡδῠ́ς | ἡ | ἡδεῖᾰ | τὸ | ἡδῠ́ |
| γενική | τοῦ | ἡδέος | τῆς | ἡδείᾱς | τοῦ | ἡδέος |
| δοτική | τῷ | (ἡδέϊ) ἡδεῖ | τῇ | ἡδείᾳ | τῷ | (ἡδέϊ) ἡδεῖ |
| αιτιατική | τὸν | ἡδῠ́ν | τὴν | ἡδεῖᾰν | τὸ | ἡδῠ́ |
| κλητική ὦ! | ἡδῠ́ | ἡδεῖᾰ | ἡδῠ́ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | (ἡδέες) ἡδεῖς | αἱ | ἡδεῖαι | τὰ | ἡδέᾰ |
| γενική | τῶν | ἡδέων | τῶν | ἡδειῶν | τῶν | ἡδέων |
| δοτική | τοῖς | ἡδέσῐ(ν) | ταῖς | ἡδείαις | τοῖς | ἡδέσῐ(ν) |
| αιτιατική | τοὺς | ἡδεῖς | τὰς | ἡδείᾱς | τὰ | ἡδέᾰ |
| κλητική ὦ! | (ἡδέες) ἡδεῖς | ἡδεῖαι | ἡδέᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἡδέε (ἡδεῖ) | τὼ | ἡδείᾱ | τὼ | ἡδέε (ἡδεῖ) |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἡδέοιν | τοῖν | ἡδείαιν | τοῖν | ἡδέοιν |
| Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
| 3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἡδύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sweh₂dús (ηδύς) < *sweh₂d- (ηδύς)
Επίθετο
ἡδύς, -εῖα, -ύ, συγκριτικός : ἡδίων/ἡδύτερος, υπερθετικός : ἥδιστος/ἡδύτατος
- ηδύς, γλυκός
- ευχάριστος
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 558c
- Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα.
- Αυτά έχει και άλλα όμοια πολλά πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστο, με μεγάλη ποικιλία και με τέλειαν αναρχία, αφού μοιράζει κάποιαν ισότητα ομοίως σε ίσους και ανίσους.
- Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
- Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Πολιτεία, 8, 558c
- ευχαριστημένος
- ευάρεστος, ευπρόσδεκτος
- δωρικός τύπος ἁδύς
- ηλειακός τύπος βᾱδύς
διαλεκτικοί κλιτικοί τύποι:
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Συγγενικά
- ἡδέως (επίρρημα)
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- ἡδυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἡδυ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- ἡδύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἡδύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.