ἐπιστήμη
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
ἐπιστήμη θηλυκό
- η καλή γνώση ενός αντικειμένου
- "ἀλλὰ θυμῷ καὶ ῥώμῃ τὸ πλέον ἐναυμάχουν ἢ ἐπιστήμῃ" (Θουκυδ. Ιστ. Α.49.3.6)
- (γενικότερα) η γνώση
- η επιστημονική γνώση σε αντίθεση με τη "δόξα"
- "Ἐπ΄ ἄλλῳ ἄρα τέτακται δόξα καὶ ἐπ΄ ἄλλῳ ἐπιστήμη͵ κατὰ τὴν δύναμιν ἑκατέρα τὴν αὑτῆς" (Πλάτων, Πολιτεία 477b)
Εκφράσεις
- ἐκκλησιαστική ἐπιστήμη: η εκκλησιαστική πειθαρχία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.