βιβλιοθηκάριος
Νέα ελληνικά (el)

"Ο βιβλιοθηκάριος", πίνακας του Γκιουζέπε Αρτσιμπόλντο
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βιβλιοθηκάριος | οι | βιβλιοθηκάριοι |
| γενική | του | βιβλιοθηκάριου & βιβλιοθηκαρίου |
των | βιβλιοθηκάριων & βιβλιοθηκαρίων |
| αιτιατική | τον | βιβλιοθηκάριο | τους | βιβλιοθηκάριους & βιβλιοθηκαρίους |
| κλητική | βιβλιοθηκάριε | βιβλιοθηκάριοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βιβλιοθηκάριος < βιβλιοθήκη + -άριος (< λατινική -arius)
Μεταφράσεις
βιβλιοθηκάριος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.