θηκιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

θηκιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική θηκιάζω < θήκ(η) + -ιάζω < αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι

Προφορά

ΔΦΑ : /θiˈca.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: θηκιάζω

Ρήμα

θηκιάζω, αόρ.: θήκιασα, παθ.φωνή: θηκιάζομαι, π.αόρ.: θηκιάστηκα, μτχ.π.π.: θηκιασμένος

Συγγενικά

  • αποθηκιάζω
  • θήκιασμα
  •  και δείτε τις λέξεις θήκη και θέτω

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

θηκιάζω < θήκ(η) + -ιάζω < αρχαία ελληνική θήκη < τίθημι

Ρήμα

θηκιάζω

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.