εναποθηκεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εναποθηκεύω < εν- + αποθηκεύω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική emmagasiner)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εναποθηκεύω | εναποθήκευα | θα εναποθηκεύω | να εναποθηκεύω | εναποθηκεύοντας | |
| β' ενικ. | εναποθηκεύεις | εναποθήκευες | θα εναποθηκεύεις | να εναποθηκεύεις | εναποθήκευε | |
| γ' ενικ. | εναποθηκεύει | εναποθήκευε | θα εναποθηκεύει | να εναποθηκεύει | ||
| α' πληθ. | εναποθηκεύουμε | εναποθηκεύαμε | θα εναποθηκεύουμε | να εναποθηκεύουμε | ||
| β' πληθ. | εναποθηκεύετε | εναποθηκεύατε | θα εναποθηκεύετε | να εναποθηκεύετε | εναποθηκεύετε | |
| γ' πληθ. | εναποθηκεύουν(ε) | εναποθήκευαν εναποθηκεύαν(ε) |
θα εναποθηκεύουν(ε) | να εναποθηκεύουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εναποθήκευσα | θα εναποθηκεύσω | να εναποθηκεύσω | εναποθηκεύσει | ||
| β' ενικ. | εναποθήκευσες | θα εναποθηκεύσεις | να εναποθηκεύσεις | εναποθήκευσε | ||
| γ' ενικ. | εναποθήκευσε | θα εναποθηκεύσει | να εναποθηκεύσει | |||
| α' πληθ. | εναποθηκεύσαμε | θα εναποθηκεύσουμε | να εναποθηκεύσουμε | |||
| β' πληθ. | εναποθηκεύσατε | θα εναποθηκεύσετε | να εναποθηκεύσετε | εναποθηκεύστε | ||
| γ' πληθ. | εναποθήκευσαν εναποθηκεύσαν(ε) |
θα εναποθηκεύσουν(ε) | να εναποθηκεύσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εναποθηκεύσει | είχα εναποθηκεύσει | θα έχω εναποθηκεύσει | να έχω εναποθηκεύσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εναποθηκεύσει | είχες εναποθηκεύσει | θα έχεις εναποθηκεύσει | να έχεις εναποθηκεύσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εναποθηκεύσει | είχε εναποθηκεύσει | θα έχει εναποθηκεύσει | να έχει εναποθηκεύσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εναποθηκεύσει | είχαμε εναποθηκεύσει | θα έχουμε εναποθηκεύσει | να έχουμε εναποθηκεύσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εναποθηκεύσει | είχατε εναποθηκεύσει | θα έχετε εναποθηκεύσει | να έχετε εναποθηκεύσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εναποθηκεύσει | είχαν εναποθηκεύσει | θα έχουν εναποθηκεύσει | να έχουν εναποθηκεύσει |
| |
Μεταφράσεις
εναποθηκεύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.