fourreau

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

fourreau (fr) αρσενικό

  1. μεταλλικός, δερμάτινος ή υφασμάτινος σκελετός, θήκη για την τοποθέτηση ή φύλαξη μικρών αντικειμένων, κυρίως το θηκάρι για σπαθιά ή μαχαίρια
  2. παλιότερα, φουρό, μεσοφόρι
  3. τα ανδρικά όργανα αναπαραγωγής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.