ζουρλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ζουρλός | η | ζουρλή | το | ζουρλό |
| γενική | του | ζουρλού | της | ζουρλής | του | ζουρλού |
| αιτιατική | τον | ζουρλό | τη | ζουρλή | το | ζουρλό |
| κλητική | ζουρλέ | ζουρλή | ζουρλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ζουρλοί | οι | ζουρλές | τα | ζουρλά |
| γενική | των | ζουρλών | των | ζουρλών | των | ζουρλών |
| αιτιατική | τους | ζουρλούς | τις | ζουρλές | τα | ζουρλά |
| κλητική | ζουρλοί | ζουρλές | ζουρλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ζουρλός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ζουρλός < βενετική zurlo < (μάλλον) ιταλική girlo < λατινικά *gyrulus, υποκοριστικό του gyrus < αρχαία ελληνική γῦρος (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *geu- (κάμπτω, κυρτώνω)
Επίθετο
ζουρλός, -ή, -ό
- που δεν συμπεριφέρεται λογικά
- ≈ συνώνυμα: ανισόρροπος, παλαβός, τρελός
- ιδιόρρυθμος, πολύ εκκεντρικός, παράξενος
- ανώριμος
- (ειρωνικό) που έχει εμμονή με κάποιον / κάτι
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.