εκκεντρικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκκεντρικός η εκκεντρική το εκκεντρικό
      γενική του εκκεντρικού της εκκεντρικής του εκκεντρικού
    αιτιατική τον εκκεντρικό την εκκεντρική το εκκεντρικό
     κλητική εκκεντρικέ εκκεντρική εκκεντρικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκκεντρικοί οι εκκεντρικές τα εκκεντρικά
      γενική των εκκεντρικών των εκκεντρικών των εκκεντρικών
    αιτιατική τους εκκεντρικούς τις εκκεντρικές τα εκκεντρικά
     κλητική εκκεντρικοί εκκεντρικές εκκεντρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εκκεντρικός < εκ- + κεντρικός (λόγιο ενδογενές δάνειο: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική excentrique < λατινική eccentricus < (ελληνιστική κοινή) ἔκκεντρος) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /e.cen.dɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εκκεντρικός

Επίθετο

εκκεντρικός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.