ζουρλομανδύας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ζουρλομανδύας οι ζουρλομανδύες
      γενική του ζουρλομανδύα των ζουρλομανδυών
    αιτιατική τον ζουρλομανδύα τους ζουρλομανδύες
     κλητική ζουρλομανδύα ζουρλομανδύες
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ζουρλομανδύας < ζουρλ(ός) + -ο- + μανδύας[1]

Ουσιαστικό

ζουρλομανδύας αρσενικό

  • ρόμπα με πολύ μακριά μανίκια που τη φορούν σε ψυχασθενείς σε κρίση και τους δένουν τα μανίκια πίσω από την πλάτη

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.