εχθροπραξία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εχθροπραξία οι εχθροπραξίες
      γενική της εχθροπραξίας των εχθροπραξιών
    αιτιατική την εχθροπραξία τις εχθροπραξίες
     κλητική εχθροπραξία εχθροπραξίες
Συνήθως στον πληθυντικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εχθροπραξία < εχθρ(ός) + -ο- + πράξ(η) + -ία

Ουσιαστικό

εχθροπραξία θηλυκό

  1. η εχθρική ενέργεια και πολεμική σύγκρουση μεταξύ στρατιωτικών αντιπάλων
  2. (μεταφορικά) η αντιπαράθεση και σύγκρουση μεταξύ ατόμων ή ομάδων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.