εχθρεύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εχθρεύομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

εχθρεύομαι

  • έχω πολύ αρνητικά αισθήματα απέναντι σε κάποιον


Συγγενικά

 δείτε τη λέξη εχθρός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.