εχτρός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εχτρός οι εχτροί
      γενική του εχτρού των εχτρών
    αιτιατική τον εχτρό τους εχτρούς
     κλητική εχτρέ εχτροί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εχτρός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εχτρός αρσενικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.