εχθροπάθεια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εχθροπάθεια | οι | εχθροπάθειες |
| γενική | της | εχθροπάθειας | — | |
| αιτιατική | την | εχθροπάθεια | τις | εχθροπάθειες |
| κλητική | εχθροπάθεια | εχθροπάθειες | ||
| Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εχθρός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.