ευστροφία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ευστροφία οι ευστροφίες
      γενική της ευστροφίας των ευστροφιών
    αιτιατική την ευστροφία τις ευστροφίες
     κλητική ευστροφία ευστροφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ευστροφία < (ελληνιστική κοινή) εὐστροφία < αρχαία ελληνική εὔστροφος

Ουσιαστικό

ευστροφία θηλυκό

  • η ταχύτητα στην αντίληψη των παραγόντων που συνθέτουν ένα πρόβλημα ή μια κατάσταση και στην κατάλληλη αντίδραση

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.