καντίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καντίνα οι καντίνες
      γενική της καντίνας των καντινών
    αιτιατική την καντίνα τις καντίνες
     κλητική καντίνα καντίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

καντίνα < (άμεσο δάνειο) ιταλική cantina

Ουσιαστικό

καντίνα θηλυκό

  1. μικρό πρατήριο με τρόφιμα, πχ ένα κυλικείο κτηρίου, σχολείου κλπ
  2. αυτοκίνητο, ειδικά διαρρυθμισμένο, που σταθμεύει σε εθνικές οδούς και πουλάει τρόφιμα και αναψυκτικά
  3. μικρό κατάστημα με είδη καθημερινής χρήσης

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

καντίνα < (άμεσο δάνειο) τουρκική kadın (γυναίκα)

Ουσιαστικό

καντίνα θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.