καπηλειό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καπηλειό τα καπηλειά
      γενική του καπηλειού των καπηλειών
    αιτιατική το καπηλειό τα καπηλειά
     κλητική καπηλειό καπηλειά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καπηλειό < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική καπηλεῖον < καπηλεύω < κάπηλος

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.piˈʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καπηλειό

Ουσιαστικό

καπηλειό ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.