εστιάτορας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εστιάτορας οι εστιάτορες
      γενική του εστιάτορα των εστιατόρων
    αιτιατική τον εστιάτορα τους εστιάτορες
     κλητική εστιάτορα εστιάτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εστιάτορας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑστιάτωρ (οργανωτής συμποσίου) από την αιτιατική ενικού «τὸν ἑστιάτορα» [1] < ἑστιάω < ἑστία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.stiˈa.to.ɾas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εστιάτορας

Ουσιαστικό

εστιάτορας αρσενικό ή θηλυκό

  1. (επάγγελμα) που έχει στην ιδιοκτησία του εστιατόριο ή είναι υπεύθυνος γι’ αυτό
  2. (στρατιωτικός όρος) στρατιώτης που είναι υπεύθυνος για το στρατιωτικό εστιατόριο, για την προετοιμασία των γευμάτων, την καθαριότητα κ.λπ.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.