κουτούκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουτούκι τα κουτούκια
      γενική του κουτουκιού των κουτουκιών
    αιτιατική το κουτούκι τα κουτούκια
     κλητική κουτούκι κουτούκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουτούκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική kütük

Ουσιαστικό

κουτούκι ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.