ταβέρνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταβέρνα οι ταβέρνες
      γενική της ταβέρνας των ταβερνών
    αιτιατική την ταβέρνα τις ταβέρνες
     κλητική ταβέρνα ταβέρνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταβέρνα < ελληνιστική κοινή ταβέρνα < λατινική taberna

Ουσιαστικό

ταβέρνα θηλυκό

  1. λαϊκό εστιατόριο ελληνικής κουζίνας που προσφέρει και κρασί βαρελίσιο
  2. κέντρο διασκέδασης και εστιατόριο
  3. οινομαγειρείο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.