ταβέρνα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταβέρνα | οι | ταβέρνες |
| γενική | της | ταβέρνας | των | ταβερνών |
| αιτιατική | την | ταβέρνα | τις | ταβέρνες |
| κλητική | ταβέρνα | ταβέρνες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταβέρνα < ελληνιστική κοινή ταβέρνα < λατινική taberna
Ουσιαστικό
ταβέρνα θηλυκό
- λαϊκό εστιατόριο ελληνικής κουζίνας που προσφέρει και κρασί βαρελίσιο
- κέντρο διασκέδασης και εστιατόριο
- οινομαγειρείο
Συνώνυμα
- καπηλειό
- κουτούκι
- φαγάδικο
- ταβερνείον
- ταβερνάκι
- ρακοπουλείο
- οινοπωλείο
Συγγενικά
-
ταβέρνα στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.