επταετία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επταετία οι επταετίες
      γενική της επταετίας των επταετιών
    αιτιατική την επταετία τις επταετίες
     κλητική επταετία επταετίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επταετία < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

επταετία θηλυκό

  1. διάρκεια εφτά ετών
  2. ουδέτερος τρόπος να λέει κάποιος χούντα, στρατοκρατία ή επανάσταση (λέξη που προτιμούσαν οι τότε καθεστωτικοί) (η αριστερά προτιμά τον όρο χούντα)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.