ἐποχή

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

< ἐπέχω < ἐπί +ἔχω

Ουσιαστικό

ἐποχή θηλυκό

  • διακοπή, στάση
  • (φιλοσοφία) η φιλοσοφική στάση των σκεπτικών κατά την οποία ο φιλόσοφος παύει να εκφέρει κρίσεις περί την αλήθεια ή το ψεύδος των προτάσεων

Εκφράσεις

  • ἀστέρων ἐποχαί: οι θέσεις των αστεριών, οι σύνοδοι των πλανητών (από εδώ και η σημερινή σημασία "ιστορική εποχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.