εποχιακός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εποχιακός η εποχιακή το εποχιακό
      γενική του εποχιακού της εποχιακής του εποχιακού
    αιτιατική τον εποχιακό την εποχιακή το εποχιακό
     κλητική εποχιακέ εποχιακή εποχιακό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εποχιακοί οι εποχιακές τα εποχιακά
      γενική των εποχιακών των εποχιακών των εποχιακών
    αιτιατική τους εποχιακούς τις εποχιακές τα εποχιακά
     κλητική εποχιακοί εποχιακές εποχιακά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εποχιακός < εποχή + -ιακός

Επίθετο

εποχιακός -ή -ό

  1. που αναφέρεται ή ανήκει σε μια εποχή
  2. (κατ’ επέκταση) ο προσωρινός
    εποχιακοί υπάλληλοι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.