επιφυής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιφυής η επιφυής το επιφυές
      γενική του επιφυούς* της επιφυούς του επιφυούς
    αιτιατική τον επιφυή την επιφυή το επιφυές
     κλητική επιφυή(ς) επιφυής επιφυές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιφυείς οι επιφυείς τα επιφυή
      γενική των επιφυών των επιφυών των επιφυών
    αιτιατική τους επιφυείς τις επιφυείς τα επιφυή
     κλητική επιφυείς επιφυείς επιφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιφυής < αρχαία ελληνική ἐπιφύω + -ής < ἐπί + φύω (νεολογισμός, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες: (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική over the top)

Επίθετο

επιφυής, -ής, -ές

  1. που φύεται / δημιουργείται στην επιφάνεια άλλου ή μετά από κάτι άλλο
  2. (βοτανική) άμισχος
  3. (ιατρική) για όγκο ή σάρκωμα που φύεται απευθείας από το δέρμα χωρίς «μίσχο»
  4. (νεολογισμός, πληροφορική, τηλεπικοινωνίες) που παρέχεται / διανέμεται μέσω διαδικτύου (για ήχο, βίντεο και άλλα αρχεία πολυμέσων)

Συγγενικά

  •  δείτε τις λέξεις ἐπιφύω, επί και φύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.