απευθείας
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απευθείας < (ελληνιστική κοινή) ἀπ΄ εὐθείας
Επίρρημα
απευθείας
- για κίνηση που κατευθύνεται σε έναν προορισμό χωρίς να μεσολαβήσουν ενδιάμεσοι σταθμοί
- το δρομολόγιο των 6.00 πηγαίνει απευθείας στη Θεσσαλονίκη και έτσι θα κερδίσετε σημαντικό χρόνο
- για ενέργεια που γίνεται χωρίς να μεσολαβήσει κάποιος ενδιάμεσος παράγοντας, άνθρωπος ή άλλη ενέργεια
- έλυσε τις ασκήσεις του απευθείας στο τετράδιο, χωρίς να χρησιμοποιήσει πρόχειρο
- (για μετάδοση ενός γεγονότος από ραδιοτηλεοπτικά μέσα) ζωντανά, όχι μαγνητοσκοπημένα
- θα παρακολουθήσουμε τον τελικό σε απευθείας σύνδεση από το Ολυμπιακό Στάδιο
- (διαδίκτυο) (για μετάδοση ενός γεγονότος διαδικτυακά) live streaming: που μεταδίδεται ζωντανά, όχι μαγνητοσκοπημένα (βλ. ζωντανή ροοθήκευση)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.