άμισχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | άμισχος | η | άμισχη | το | άμισχο |
| γενική | του | άμισχου | της | άμισχης | του | άμισχου |
| αιτιατική | τον | άμισχο | την | άμισχη | το | άμισχο |
| κλητική | άμισχε | άμισχη | άμισχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | άμισχοι | οι | άμισχες | τα | άμισχα |
| γενική | των | άμισχων | των | άμισχων | των | άμισχων |
| αιτιατική | τους | άμισχους | τις | άμισχες | τα | άμισχα |
| κλητική | άμισχοι | άμισχες | άμισχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- άμισχος < (ελληνιστική κοινή) ἄμισχος < μίσχος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μίσχος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.