επιτήδευμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιτήδευμα | τα | επιτηδεύματα |
| γενική | του | επιτηδεύματος | των | επιτηδευμάτων |
| αιτιατική | το | επιτήδευμα | τα | επιτηδεύματα |
| κλητική | επιτήδευμα | επιτηδεύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιτήδευμα< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτήδευμα < ἐπιτηδεύω (ασχολούμαι με κάτι)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.piˈti.ðev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τή‐δευ‐μα
Πηγές
- επιτήδευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.