επιταχυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιταχυμένος η επιταχυμένη το επιταχυμένο
      γενική του επιταχυμένου της επιταχυμένης του επιταχυμένου
    αιτιατική τον επιταχυμένο την επιταχυμένη το επιταχυμένο
     κλητική επιταχυμένε επιταχυμένη επιταχυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιταχυμένοι οι επιταχυμένες τα επιταχυμένα
      γενική των επιταχυμένων των επιταχυμένων των επιταχυμένων
    αιτιατική τους επιταχυμένους τις επιταχυμένες τα επιταχυμένα
     κλητική επιταχυμένοι επιταχυμένες επιταχυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.ta.çiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιταχυμένος

Μετοχή

επιταχυμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.