εντεταμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εντεταμένος η εντεταμένη το εντεταμένο
      γενική του εντεταμένου της εντεταμένης του εντεταμένου
    αιτιατική τον εντεταμένο την εντεταμένη το εντεταμένο
     κλητική εντεταμένε εντεταμένη εντεταμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εντεταμένοι οι εντεταμένες τα εντεταμένα
      γενική των εντεταμένων των εντεταμένων των εντεταμένων
    αιτιατική τους εντεταμένους τις εντεταμένες τα εντεταμένα
     κλητική εντεταμένοι εντεταμένες εντεταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εντεταμένος < αρχαία ελληνική ἐντεταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐντείνω

Μετοχή

εντεταμένος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.