επιταχύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιταχύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιταχύνω < ἐπί + ταχύνω
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.taˈçi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τα‐χύ‐νω
Ρήμα
επιταχύνω, πρτ.: επιτάχυνα, αόρ.: επιτάχυνα, παθ.φωνή: επιταχύνομαι, μτχ.π.ε.: επιταχυνόμενος, π.αόρ.: επιταχύνθηκα, μτχ.π.π.: επιταχυμένος
- αλλάζω το μέτρο ή/και τη διεύθυνση της ταχύτητας ενός σώματος
- ≋ ταυτόσημα: γρηγορεύω
- ≠ αντώνυμα: αποεπιταχύνω, επιβραδύνω
Συγγενικά
- αποεπιταχύνω
- επιταχυμένος
- επιταχυνόμενος
- επιτάχυνση
- επιταχυνσιογράφος
- επιταχυνσιόμετρο
- επιταχυντήρας
- επιταχυντής
- επιταχυντικά (επίρρημα)
- επιταχυντικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιταχύνω | επιτάχυνα | θα επιταχύνω | να επιταχύνω | επιταχύνοντας | |
| β' ενικ. | επιταχύνεις | επιτάχυνες | θα επιταχύνεις | να επιταχύνεις | επιτάχυνε | |
| γ' ενικ. | επιταχύνει | επιτάχυνε | θα επιταχύνει | να επιταχύνει | ||
| α' πληθ. | επιταχύνουμε | επιταχύναμε | θα επιταχύνουμε | να επιταχύνουμε | ||
| β' πληθ. | επιταχύνετε | επιταχύνατε | θα επιταχύνετε | να επιταχύνετε | επιταχύνετε | |
| γ' πληθ. | επιταχύνουν(ε) | επιτάχυναν επιταχύναν(ε) |
θα επιταχύνουν(ε) | να επιταχύνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιτάχυνα | θα επιταχύνω | να επιταχύνω | επιταχύνει | ||
| β' ενικ. | επιτάχυνες | θα επιταχύνεις | να επιταχύνεις | επιτάχυνε | ||
| γ' ενικ. | επιτάχυνε | θα επιταχύνει | να επιταχύνει | |||
| α' πληθ. | επιταχύναμε | θα επιταχύνουμε | να επιταχύνουμε | |||
| β' πληθ. | επιταχύνατε | θα επιταχύνετε | να επιταχύνετε | επιταχύντε | ||
| γ' πληθ. | επιτάχυναν επιταχύναν(ε) |
θα επιταχύνουν(ε) | να επιταχύνουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιταχύνει | είχα επιταχύνει | θα έχω επιταχύνει | να έχω επιταχύνει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιταχύνει | είχες επιταχύνει | θα έχεις επιταχύνει | να έχεις επιταχύνει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιταχύνει | είχε επιταχύνει | θα έχει επιταχύνει | να έχει επιταχύνει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιταχύνει | είχαμε επιταχύνει | θα έχουμε επιταχύνει | να έχουμε επιταχύνει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιταχύνει | είχατε επιταχύνει | θα έχετε επιταχύνει | να έχετε επιταχύνει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιταχύνει | είχαν επιταχύνει | θα έχουν επιταχύνει | να έχουν επιταχύνει |
| |
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιταχύνομαι | επιταχυνόμουν(α) | θα επιταχύνομαι | να επιταχύνομαι | επιταχυνόμενος | |
| β' ενικ. | επιταχύνεσαι | επιταχυνόσουν(α) | θα επιταχύνεσαι | να επιταχύνεσαι | ||
| γ' ενικ. | επιταχύνεται | επιταχυνόταν(ε) | θα επιταχύνεται | να επιταχύνεται | ||
| α' πληθ. | επιταχυνόμαστε | επιταχυνόμαστε επιταχυνόμασταν |
θα επιταχυνόμαστε | να επιταχυνόμαστε | ||
| β' πληθ. | επιταχύνεστε | επιταχυνόσαστε επιταχυνόσασταν |
θα επιταχύνεστε | να επιταχύνεστε | (επιταχύνεστε) | |
| γ' πληθ. | επιταχύνονται | επιταχύνονταν επιταχυνόντουσαν |
θα επιταχύνονται | να επιταχύνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιταχύνθηκα | θα επιταχυνθώ | να επιταχυνθώ | επιταχυνθεί | ||
| β' ενικ. | επιταχύνθηκες | θα επιταχυνθείς | να επιταχυνθείς | επιταχύνσου | ||
| γ' ενικ. | επιταχύνθηκε | θα επιταχυνθεί | να επιταχυνθεί | |||
| α' πληθ. | επιταχυνθήκαμε | θα επιταχυνθούμε | να επιταχυνθούμε | |||
| β' πληθ. | επιταχυνθήκατε | θα επιταχυνθείτε | να επιταχυνθείτε | επιταχυνθείτε | ||
| γ' πληθ. | επιταχύνθηκαν επιταχυνθήκαν(ε) |
θα επιταχυνθούν(ε) | να επιταχυνθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω επιταχυνθεί | είχα επιταχυνθεί | θα έχω επιταχυνθεί | να έχω επιταχυνθεί | ||
| β' ενικ. | έχεις επιταχυνθεί | είχες επιταχυνθεί | θα έχεις επιταχυνθεί | να έχεις επιταχυνθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει επιταχυνθεί | είχε επιταχυνθεί | θα έχει επιταχυνθεί | να έχει επιταχυνθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιταχυνθεί | είχαμε επιταχυνθεί | θα έχουμε επιταχυνθεί | να έχουμε επιταχυνθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε επιταχυνθεί | είχατε επιταχυνθεί | θα έχετε επιταχυνθεί | να έχετε επιταχυνθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιταχυνθεί | είχαν επιταχυνθεί | θα έχουν επιταχυνθεί | να έχουν επιταχυνθεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ς - είμαστε, είστε, είναι ι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ς - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ς - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ς - να είμαστε, να είστε, να είναι ι | |||||
Μεταφράσεις
επιταχύνω
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.