επιταχύνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιταχύνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιταχύνω < ἐπί + ταχύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.taˈçi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιταχύνω

Ρήμα

επιταχύνω, πρτ.: επιτάχυνα, αόρ.: επιτάχυνα, παθ.φωνή: επιταχύνομαι, μτχ.π.ε.: επιταχυνόμενος, π.αόρ.: επιταχύνθηκα, μτχ.π.π.: επιταχυμένος

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί, ταχύνω και ταχύς

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.