εσπευσμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εσπευσμένος | η | εσπευσμένη | το | εσπευσμένο |
| γενική | του | εσπευσμένου | της | εσπευσμένης | του | εσπευσμένου |
| αιτιατική | τον | εσπευσμένο | την | εσπευσμένη | το | εσπευσμένο |
| κλητική | εσπευσμένε | εσπευσμένη | εσπευσμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εσπευσμένοι | οι | εσπευσμένες | τα | εσπευσμένα |
| γενική | των | εσπευσμένων | των | εσπευσμένων | των | εσπευσμένων |
| αιτιατική | τους | εσπευσμένους | τις | εσπευσμένες | τα | εσπευσμένα |
| κλητική | εσπευσμένοι | εσπευσμένες | εσπευσμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εσπευσμένος < αρχαία ελληνική ἐσπευσμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σπεύδω
Μετοχή
εσπευσμένος, -η, -ο
- βιαστικός, με άγχος, με αγωνία, άρον-άρον, με μεγάλη σπουδή
- η εσπευσμένη αναχώρηση
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.