καθοδηγητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καθοδηγητικός η καθοδηγητική το καθοδηγητικό
      γενική του καθοδηγητικού της καθοδηγητικής του καθοδηγητικού
    αιτιατική τον καθοδηγητικό την καθοδηγητική το καθοδηγητικό
     κλητική καθοδηγητικέ καθοδηγητική καθοδηγητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καθοδηγητικοί οι καθοδηγητικές τα καθοδηγητικά
      γενική των καθοδηγητικών των καθοδηγητικών των καθοδηγητικών
    αιτιατική τους καθοδηγητικούς τις καθοδηγητικές τα καθοδηγητικά
     κλητική καθοδηγητικοί καθοδηγητικές καθοδηγητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καθοδηγητικός < καθοδηγητής + -ικός

Επίθετο

καθοδηγητικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.