καθηγήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καθηγήτρια | οι | καθηγήτριες |
| γενική | της | καθηγήτριας | των | καθηγητριών |
| αιτιατική | την | καθηγήτρια | τις | καθηγήτριες |
| κλητική | καθηγήτρια | καθηγήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.