προΐσταμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προΐσταμαι < αρχαία ελληνική προΐσταμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈi.sta.me/

Ρήμα

προΐσταμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. είμαι ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος (μιας υπηρεσίας, κλάδου, επιχείρησης, έργου κλπ)

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προΐσταμαι < πρό + ἵσταμαι

Ρήμα

προΐσταμαι (παθητική φωνή του ρήματος προΐστημι)

  1. διοικώ
  2. είμαι ανώτερος, υπερτερώ
  3. προσέρχομαι, πλησιάζω
  4. στέκομαι μπροστά σε κάποιον
  5. στέκομαι μπροστά σε κάποιον ως ικέτης
  6. εκπορνεύομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.