προΐσταμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προΐσταμαι < αρχαία ελληνική προΐσταμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈi.sta.me/
Ρήμα
προΐσταμαι (αποθετικό ρήμα)
- είμαι ο επικεφαλής, ο προϊστάμενος (μιας υπηρεσίας, κλάδου, επιχείρησης, έργου κλπ)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
προΐσταμαι (παθητική φωνή του ρήματος προΐστημι)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.