συντονίστρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συντονίστρια | οι | συντονίστριες |
| γενική | της | συντονίστριας | των | συντονιστριών |
| αιτιατική | τη | συντονίστρια | τις | συντονίστριες |
| κλητική | συντονίστρια | συντονίστριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντονίστρια < συντονιστής + -τρια
Μεταφράσεις
συντονίστρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.