συντονιστής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | συντονιστής | οι | συντονιστές |
| γενική | του | συντονιστή | των | συντονιστών |
| αιτιατική | τον | συντονιστή | τους | συντονιστές |
| κλητική | συντονιστή | συντονιστές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συντονιστής < συντονίζω + -τής (2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική syntonisateur)
Ουσιαστικό
συντονιστής αρσενικό (θηλυκό (στο 1): συντονίστρια)
- αυτός που συντονίζει
- (ηλεκτρολογία) κατασκευή ή όργανο που χρησιμοποιούν για να πετύχουν τον συντονισμό κυκλώματος
Μεταφράσεις
συντονιστής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.