επιθεωρημένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιθεωρημένος η επιθεωρημένη το επιθεωρημένο
      γενική του επιθεωρημένου της επιθεωρημένης του επιθεωρημένου
    αιτιατική τον επιθεωρημένο την επιθεωρημένη το επιθεωρημένο
     κλητική επιθεωρημένε επιθεωρημένη επιθεωρημένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιθεωρημένοι οι επιθεωρημένες τα επιθεωρημένα
      γενική των επιθεωρημένων των επιθεωρημένων των επιθεωρημένων
    αιτιατική τους επιθεωρημένους τις επιθεωρημένες τα επιθεωρημένα
     κλητική επιθεωρημένοι επιθεωρημένες επιθεωρημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιθεωρημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου επιθεωρώ

Μετοχή

επιθεωρημένος, -η, -ο

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.