διενεργώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- διενεργώ < (ελληνιστική κοινή) διενέργεια / διενεργῶ < διά + ἐνεργέω / ἐνεργῶ < ἔργον
Συγγενικά
- διενέργεια
- → δείτε τις λέξεις ενεργώ και έργο
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | διενεργώ | διενεργούσα | θα διενεργώ | να διενεργώ | διενεργώντας | |
| β' ενικ. | διενεργείς | διενεργούσες | θα διενεργείς | να διενεργείς | (διενέργει) | |
| γ' ενικ. | διενεργεί | διενεργούσε | θα διενεργεί | να διενεργεί | ||
| α' πληθ. | διενεργούμε | διενεργούσαμε | θα διενεργούμε | να διενεργούμε | ||
| β' πληθ. | διενεργείτε | διενεργούσατε | θα διενεργείτε | να διενεργείτε | διενεργείτε | |
| γ' πληθ. | διενεργούν(ε) | διενεργούσαν(ε) | θα διενεργούν(ε) | να διενεργούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | διενέργησα | θα διενεργήσω | να διενεργήσω | διενεργήσει | ||
| β' ενικ. | διενέργησες | θα διενεργήσεις | να διενεργήσεις | διενέργησε | ||
| γ' ενικ. | διενέργησε | θα διενεργήσει | να διενεργήσει | |||
| α' πληθ. | διενεργήσαμε | θα διενεργήσουμε | να διενεργήσουμε | |||
| β' πληθ. | διενεργήσατε | θα διενεργήσετε | να διενεργήσετε | διενεργήστε | ||
| γ' πληθ. | διενέργησαν διενεργήσαν(ε) |
θα διενεργήσουν(ε) | να διενεργήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω διενεργήσει | είχα διενεργήσει | θα έχω διενεργήσει | να έχω διενεργήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις διενεργήσει | είχες διενεργήσει | θα έχεις διενεργήσει | να έχεις διενεργήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει διενεργήσει | είχε διενεργήσει | θα έχει διενεργήσει | να έχει διενεργήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε διενεργήσει | είχαμε διενεργήσει | θα έχουμε διενεργήσει | να έχουμε διενεργήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε διενεργήσει | είχατε διενεργήσει | θα έχετε διενεργήσει | να έχετε διενεργήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν διενεργήσει | είχαν διενεργήσει | θα έχουν διενεργήσει | να έχουν διενεργήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.