επιθεωρητισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιθεωρητισμός οι επιθεωρητισμοί
      γενική του επιθεωρητισμού των επιθεωρητισμών
    αιτιατική τον επιθεωρητισμό τους επιθεωρητισμούς
     κλητική επιθεωρητισμέ επιθεωρητισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιθεωρητισμός < επιθεωρητ(ής) + -ισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.θe.o.ɾi.tiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιθεωρητισμός

Ουσιαστικό

επιθεωρητισμός αρσενικό

  • (ιστορία της εκπαίδευσης) ο θεσμός ελέγχου των εκπαιδευτικών από κρατικούς επιθεωρητές
      Ο θεσμός του επιθεωρητισμού αποτέλεσε στο χώρο της εκπαίδευσης –και ευρύτερα της κοινωνίας- αναμφίβολα ένα συγκρουσιακό πεδίο διαλεκτικών ζυμώσεων και ανατροπών στη βάση των αντιδραστικών πισωγυρισμάτων που στην ουσία του προϋπέθετε και προσδοκούσε. (Αργύριος Κυρίδης, Ευστρατία Μότα, Φωτεινή Μυσιρλή, Χρήστος Δ. Τουρτούρας, «Επιθεωρητισμός και αξιολόγηση τη δεκαετία του '70», Επιστημονικό Βήμα του Δασκάλου, τεύχος 22 (Μάρτιος 2018), σσ. 115-144)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.