επιθεωρητικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο επιθεωρητικός η επιθεωρητική το επιθεωρητικό
      γενική του επιθεωρητικού της επιθεωρητικής του επιθεωρητικού
    αιτιατική τον επιθεωρητικό την επιθεωρητική το επιθεωρητικό
     κλητική επιθεωρητικέ επιθεωρητική επιθεωρητικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι επιθεωρητικοί οι επιθεωρητικές τα επιθεωρητικά
      γενική των επιθεωρητικών των επιθεωρητικών των επιθεωρητικών
    αιτιατική τους επιθεωρητικούς τις επιθεωρητικές τα επιθεωρητικά
     κλητική επιθεωρητικοί επιθεωρητικές επιθεωρητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επιθεωρητικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιθεωρητικός < ἐπιθεωρῶ, ἐπιθεωρη- + -τικός απόδοση για την αγγλική «inspection (authority)» ή για τη γαλλική «(autorité) d'inspection» (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.θe.o.ɾi.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επιθεωρητικός

Επίθετο

επιθεωρητικός, -ή, -ό

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις επί και θεωρώ

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.