επιθεωρητικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιθεωρητικός | η | επιθεωρητική | το | επιθεωρητικό |
| γενική | του | επιθεωρητικού | της | επιθεωρητικής | του | επιθεωρητικού |
| αιτιατική | τον | επιθεωρητικό | την | επιθεωρητική | το | επιθεωρητικό |
| κλητική | επιθεωρητικέ | επιθεωρητική | επιθεωρητικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιθεωρητικοί | οι | επιθεωρητικές | τα | επιθεωρητικά |
| γενική | των | επιθεωρητικών | των | επιθεωρητικών | των | επιθεωρητικών |
| αιτιατική | τους | επιθεωρητικούς | τις | επιθεωρητικές | τα | επιθεωρητικά |
| κλητική | επιθεωρητικοί | επιθεωρητικές | επιθεωρητικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- επιθεωρητικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐπιθεωρητικός < ἐπιθεωρῶ, ἐπιθεωρη- + -τικός απόδοση για την αγγλική «inspection (authority)» ή για τη γαλλική «(autorité) d'inspection» (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.pi.θe.o.ɾi.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐θε‐ω‐ρη‐τι‐κός
Επίθετο
επιθεωρητικός, -ή, -ό
- ο σχετικός με την διενέργεια επιθεώρησης ή τους επιθεωρητές
- ※ Σύμφωνα με τον κανονισμό η επιθεωρητική αρχή είναι η δημόσια αρχή που έχει συγκροτηθεί ή οριστεί από τα κράτη μέλη και η οποία είναι αρμόδια για θέματα που καλύπτει η σύσταση, καθώς και οιοδήποτε νομικό πρόσωπο στο οποίο εκχωρούνται ανάλογα καθήκοντα από τις ως άνω αρχές με στόχο την εκτέλεσή τους υπό την αιγίδα και επιθεώρησή τους, εφόσον ανάλογα νομικά πρόσωπα δεν έχουν προσωπικά συμφέροντα που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την κατάληξη των αναλαμβανόμενων επιθεωρήσεων. (Ανακοίνωση της Επιτροπής στο Συμβούλιο, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στην Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και στην Επιτροπή Περιφερειών σχετικά με την αναθεώρηση της σύστασης 2001/331/ΕΚ για τον καθορισμό ελάχιστων κριτηρίων σχετικά με τις περιβαλλοντικές επιθεωρήσεις στα κράτη μέλη, Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, 14 Νοεμβρίου 2007)
Μεταφράσεις
που κάνει επιθεώρηση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.