επιθεωρησιογραφία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επιθεωρησιογραφία | οι | επιθεωρησιογραφίες |
| γενική | της | επιθεωρησιογραφίας | των | επιθεωρησιογραφιών |
| αιτιατική | την | επιθεωρησιογραφία | τις | επιθεωρησιογραφίες |
| κλητική | επιθεωρησιογραφία | επιθεωρησιογραφίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιθεωρησιογραφία < επιθεωρησιογράφος + -ία
Συγγενικά
- επιθεωρησιογραφία
- → δείτε τις λέξεις επιθεώρηση και γράφω
Μεταφράσεις
επιθεωρησιογραφία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.