βραδύς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βραδύς | η | βραδεία | το | βραδύ |
| γενική | του | βραδύ & βραδέος |
της | βραδείας | του | βραδέος |
| αιτιατική | τον | βραδύ | τη | βραδεία | το | βραδύ |
| κλητική | βραδύ | βραδεία | βραδύ | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βραδείς | οι | βραδείες | τα | βραδέα |
| γενική | των | βραδέων | των | βραδειών | των | βραδέων |
| αιτιατική | τους | βραδείς | τις | βραδείες | τα | βραδέα |
| κλητική | βραδείς | βραδείες | βραδέα | |||
| Κατηγορία όπως «ευθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βραδύς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραδύς
Προφορά
- ΔΦΑ : /vɾaˈðis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐δύς
Συνώνυμα
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βραδύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βραδύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.